φωτομετρικός

φωτομετρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτομετρία (βλ. λ.): Φωτομετρικός θάλαμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωτομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτομετρία («φωτομετρικός θάλαμος»). επίρρ... φωτομετρικώς και φωτομετρικά Ν με φωτομετρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ηρ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”